- φωτόλουτρο
- το, Νιατρ. η έκθεση τού δέρματος ενός τμήματος τού σώματος στην επίδραση φωτεινών ακτίνων από μια φυσική ή τεχνητή πηγή, για επίτευξη θεραπευτικού αποτελέσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + λουτρό. Η λ., στον λόγιο τ. φωτόλουτρον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.