φωτόλουτρο

φωτόλουτρο
το, Ν
ιατρ. η έκθεση τού δέρματος ενός τμήματος τού σώματος στην επίδραση φωτεινών ακτίνων από μια φυσική ή τεχνητή πηγή, για επίτευξη θεραπευτικού αποτελέσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + λουτρό. Η λ., στον λόγιο τ. φωτόλουτρον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωτόλουτρο — το (ιατρ.), μέθοδος φωτοθερμοθεραπείας, με την οποία ολόκληρο το σώμα, ή μέρος του που πάσχει, δέχεται την επίδραση φωτεινών και θερμικών ακτινοβολιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρωμοφωτόλουτρο — το, Ν ιατρ. φωτόλουτρο με έγχρωμους λαμπτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + φωτόλουτρο] …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”